ενοθεΐα

ενοθεΐα
η монотеизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ενοθεΐα" в других словарях:

  • ενοθεΐα — η (φιλοσ.) η λατρεία ενός θεού χωρίς αποκλεισμό υπάρξεως και άλλων (αποτελεί προβαθμίδα τής μονοθεΐας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενο (< εν ός, εις / ένας) + θεΐα (< θεός)] …   Dictionary of Greek

  • ενοθεΐα — η (φιλοσ.), το να λατρεύει κανείς ένα θεό, χωρίς να αποκλείει την ύπαρξη και άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»